- ἐσθῆτας
- ἐσθήςclothingfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κόρτη — (I) κόρτη, ἡ (Α) (στους Πάρθους) είδος εσθήτας («ἐσθής, ἣν λαμβάνουσι παῑδες εἰς ἄνδρας ἀφικόμενοι» Ησύχ.). (II) κόρτη, ἡ (Μ) η κοόρτη. [ΕΤΥΜΟΛ. Παραφθορά τού λατ. cohors, tis] … Dictionary of Greek
λαμπροφορία — η (AM λαμπροφορία) [λαμπροφορώ] νεοελλ. μσν. 1. το να φορά κάποιος πολυτελή ενδύματα 2. η περιβολή από νεοφώτιστους λευκής εσθήτας κατά την πρώτη εβδομάδα μετά το βάπτισμά τους αρχ. το να φορά κάποιος λευκά ενδύματα … Dictionary of Greek
ρηγιλία — η, Ν είδος σεμνοπρεπούς ρωμαϊκής εσθήτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. regilia < rex, regis «βασιλιάς»] … Dictionary of Greek
σημείο — Μια από τις αρχικές έννοιες, στις οποίες βασίζεται η ευκλείδεια γεωμετρία· για τον Ευκλείδη το σ. ήταν κάτι, που «δεν είχε μέρη» («σημείον δ’ έστΐν ού μέρος ούδέν»), το αδιαίρετο στοιχείο (χωρίς διαστάσεις), το πρώτο συστατικό στοιχείο του χώρου … Dictionary of Greek
σισακικία — ἡ, Α πιθ. είδος εσθήτας, ιματίου … Dictionary of Greek